ωοτοκώ
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
Greek Monolingual
ᾠοτοκῶ, -έω, ΝΜΑ ωοτόκος
(αμτβ.) (για ζώο) α) γεννώ αβγά
β) είμαι ωοτόκος, αναπαράγομαι με ωοτοκία
αρχ.
1. (για φυτό) παράγω σπόρο
2. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ ᾠοτοκοῦντα
τα ωοτόκα
3. παθ. ᾠοτοκοῦμαι, -έομαι
γεννιέμαι όπως το αβγό («τῶν ζῴων τὰ μὲν ζωοτοκεῖται, ὡς ἄνθρωπος, τὰ δ' ᾠοτοκεῖται, ὡς ὄρνιθες», Σέξτ. Εμπ.).