roving

From LSJ
Revision as of 09:50, 21 July 2017 by Spiros (talk | contribs) (CSV4)

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 723.jpg

adj.

P. πλανητός (Plat.), V. πλανήτης, διάδρομος, πολύδονος, φοιτάς, Ar. and V. νομάς. subs. P. and V. πλάνη, ἡ, πλάνος, ὁ, V. πλάνημα, τό, ἄλη, ἡ, ἀλητεία, ἡ, δρόμος, ὁ.