Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
adj.
P. and V. πορεύσιμος (Plat.), εὔβατος (Plat.), εὔπορος, P. διαβατός, V. περάσιμος (Eur., Frag.).