στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
ὑψόλοφος: -ον, = ὑψίλοφος, διάφορ. γραφ. ἐν Ἱππ. Ἐπιστ.
= ὑψίλοφος.