διαταχέων
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Spanish (DGE)
adv. rápidamente δεηθεὶς εἰς τὴν Ἄλβαν ἐπείγεσθαι δ. D.H.1.81, cf. 1.82, πᾶσιν ἔδοξε μάχην τίθεσθαι δ. καὶ μὴ τρίβειν τὸν χρόνον D.H.3.23, θάνατος ... δ. Gal.1.293.
German (Pape)
in Eile, schnell, wird besser getrennt geschrieben.