Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
λῠκόδοντες: οἱ, = κυνόδοντες, Γαλην. περὶ χρείας τῶν Μορίων 11. 1.
οἱ, die Wolfszähne, = κυνόδοντες, Galen.