λυκόδοντες
From LSJ
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
λῠκόδοντες: οἱ, = κυνόδοντες, Γαλην. περὶ χρείας τῶν Μορίων 11. 1.
οἱ, die Wolfszähne, = κυνόδοντες, Galen.