συνώμοτον
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
alliance jurée, confédération, ligue.
Étymologie: συνόμνυμι.
Russian (Dvoretsky)
συνώμοτον: τό союз, заговор Thuc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνώμοτον -ου, τό, Att. ook ξυνώμοτον [συνόμνυμι] eedverbond.