σφαχτός

From LSJ
Revision as of 10:29, 3 December 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

σφαχτός, -ή, -ό / σφακτός, -ή, -όν, ΝΑ σφάζω
αυτός που θανατώθηκε με σφαγή, σφαγμένος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το σφαχτό
α) το σφάγιο, το σφαχτάρι
β) το βόσκημα που προορίζεται για σφαγή.