μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
μαιώτης: -ου, ὁ, ἴδε Μαιῶται ΙΙ.
ου (ὁ) :sorte de poisson.Étymologie: Μαιώτης.