κηδεμονικῶς
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
French (Bailly abrégé)
adv.
avec sollicitude.
Étymologie: κηδεμονικός.
Russian (Dvoretsky)
κηδεμονικῶς: заботливо (ἔχειν πρός τινα Polyb.; πεποιηκέναι τι Luc.).