κηδεμονικῶς
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
French (Bailly abrégé)
adv.
avec sollicitude.
Étymologie: κηδεμονικός.
Russian (Dvoretsky)
κηδεμονικῶς: заботливо (ἔχειν πρός τινα Polyb.; πεποιηκέναι τι Luc.).