περικαῶς
From LSJ
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
French (Bailly abrégé)
adv.
ardemment.
Étymologie: περικαίω.
Russian (Dvoretsky)
περικαῶς: с жаром, со страстью: π. ἔχειν τινός Plut. быть страстно влюбленным в кого-л.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περικαῶς adv. van περικαής.