βλάττιον
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Spanish
Wikipedia EL
Ο όρος βλάττιον όριζε κατά την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το πορφυρό χρώμα, ενώ, στην συνέχεια, το σύνολο του υφάσματος βαμμένου σε μωβ χρώμα, μάλλινου ή, κυρίως, μεταξωτού, η παραγωγή των οποίων αποτελούσε από την εποχή του Ιουστινιανού κρατικό μονοπώλιο. Σταδιακά ο όρος κατέληξε, τον 10ο αιώνα, να ορίζει γενικώς τα μεταξωτά, ανεξαρτήτως του χρωματισμού και της χρήσης τους: απαντάται τόσο σε περιγραφές των παραπετασμάτων του Μεγάλου Παλατιού, όσο και των πέπλων τα οποία κάλυπταν τα εικονίσματα.
Wikipedia FR
Blattion (en grec byzantin βλάττιον / bláttion) désigne dans l'Empire byzantin la couleur pourpre, et par suite toute pièce de tissu teinte en pourpre, de laine ou surtout de soie, dont la fabrication est depuis Justinien un monopole d'État. Par glissement sémantique, le terme vient au xe siècle à désigner les soieries de manière générale, quels que soient leur teinte et leur usage : on le trouve pour décrire aussi bien les tentures du Grand Palais que les voiles couvrant les icônes.