σιδερικό

From LSJ
Revision as of 15:54, 8 March 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>ιδίως" to "<b>ιδίως")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. κομμάτι ή εργαλείο από σίδερο
2. μτφ. φορητό πυροβόλο όπλο, πιστόλι, κουμπούρι
3. (ιδίως στον πληθ.) τα σιδερικά
υλικά, εργαλεία, σκεύη ή και όπλα, αμυντικά ή επιθετικά, από μέταλλο και, ιδίως, από σίδηρο
4. φρ. «είναι φορτωμένος σιδερικά» — είναι πάνοπλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδερο + κατάλ. -ικός].