knielen

From LSJ
Revision as of 05:53, 26 April 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Greek: γονατίζω; Ancient Greek: προσκυνέω;" to "Greek: γονατίζω, πέφτω στα γόνατα; Ancient Greek: γονατίζω, γονυκλινέω, γονυκλιτέω, [[γ...)

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source

Dutch > Greek

γονατίζω, γονυκλινέω, γονυκλιτέω, γονυπετέω, κατακλίνω, προσκυνέω, ὑποκλάζω, ὑποκλίνομαι