λεώλης
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Greek Monolingual
λεώλης, -ῶλες (Α)
λεωκόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος (βλ. λεωκόνητος) + -ώλης (< ὄλλυμι), πρβλ. φρενώλης].
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
λεώλης, -ῶλες (Α)
λεωκόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος (βλ. λεωκόνητος) + -ώλης (< ὄλλυμι), πρβλ. φρενώλης].