λεώλης

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

λεώλης, -ῶλες (Α)
λεωκόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος (βλ. λεωκόνητος) + -ώλης (< ὄλλυμι), πρβλ. φρενώλης].