βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground
λεώλης, -ῶλες (Α)λεωκόνητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος (βλ. λεωκόνητος) + -ώλης (< ὄλλυμι), πρβλ. φρενώλης].