τράβηγμα

From LSJ
Revision as of 08:20, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463

Greek Monolingual

το, Ν
1. το να τραβά κανείς κάτι, έλξη
2. άντληση ή μετάγγιση υγρού
3. (οικον.) α) η έκδοση μιας συναλλαγματικής
β) η ανάληψη χρημάτων από λογαριασμό
4. (τυπογρ.) α) η εκτύπωση αντιτύπων με τη βοήθεια τυπογραφικής πλάκας
β) ο αριθμός αντιτύπων ενός εντύπου, το τιράζ
5. η λήψη φωτογραφίας ή το γύρισμα ταινίας
6. τεχνολ. ο ελκυσμός
7. φρ. «έχω τραβήγματα» — έχω περιπέτειες, ταλαιπωρίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραβηξ- του αορ. τράβηξα του τραβώ + κατάλ. -μα (πρβλ. ζούληγμα, ρούφηγμα)].