γύρισμα
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
Greek Monolingual
το (Μ γύρισμα) γυρίζω
1. περιστροφή
2. στροφή, στρίψιμο, καμπή
3. χορευτική φιγούρα
4. αλλαγή του χρόνου, του φεγγαριού κ.λπ.
5. επάνοδος, επιστροφή
νεοελλ.
1. περιπλάνηση
2. (για εικόνα) περιφορά
3. στροφή προς τα πίσω ή προς άλλη κατεύθυνση
4. ανατροπή
5. στρίφωμα σε ένδυμα
6. μεταβίβαση συναλλαγματικής με οπισθογράφηση
7. κινηματογράφηση
8. μαντρωμένη έκταση αγρού
9. επωδός
μσν.
1. καταστροφή
2. διαστροφή.