εκτύπωση

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379

Greek Monolingual

η (AM ἐκτύπωσις)
νεοελλ.
η ενέργεια του εκτυπώνω, τύπωση με τυπογραφικό πιεστήριο («η εκτύπωση του βιβλίου καθυστερεί»)
αρχ.-μσν.
1. ανάγλυφη αποτύπωση εικόνας
2. εικόνα, ομοίωση, σχηματισμός σύμφωνα με ένα πρότυπο
3. αλληγορία.