εκτύπωση

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐκτύπωσις)
νεοελλ.
η ενέργεια του εκτυπώνω, τύπωση με τυπογραφικό πιεστήριο («η εκτύπωση του βιβλίου καθυστερεί»)
αρχ.-μσν.
1. ανάγλυφη αποτύπωση εικόνας
2. εικόνα, ομοίωση, σχηματισμός σύμφωνα με ένα πρότυπο
3. αλληγορία.