τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger
ὀπωριαῖος, -αία, -ον (Α)1. φθινοπωρινός2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀπωριαῖατα φρούτα, τα οπωρικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ωριαίος)].