ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
ὀξυκέρατος, -ον (Α)οξύκερως.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κέρας, -ατος (πρβλ. ορθοκέρατος)].