Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
ο (Α οὐρητήρ, -ῆρος)
στον πληθ. οι ουρητήρες
δύο σωληνοειδείς πόροι που μεταφέρουν τα ούρα από τα νεφρά στην ουροδόχο κύστη
αρχ.
η ουρήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + επίθημα -τήρ(ας) (πρβλ. αυλητήρ)].