ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(ΑΜ οὐρανόθεν)επίρρ. (ως τοπ.) από τον ουρανό.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρανός + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. ηπειρόθεν)].