τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved
ὀστρακάριος, ὁ (Μ)τεχνίτης που κατασκευάζει κεράμινα είδη, κεραμέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον «πήλινο αγγείο» + κατάλ. -άριος (πρβλ. αποθηκάριος)].