ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
-ακος, ὁ, Αθησαυροφύλακας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίσκος «κιβώτιο» + φύλαξ (πρβλ. θησαυροφύλαξ)].