τελεσσίνους
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
Greek Monolingual
-ουν, και ασυναίρ. τ. τελεσσίνοος, -οον, και τελεσίνους Α
τελεσσίφρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του τέλος + νόος / νοῦς (πρβλ. κρυψίνους), με διπλασιασμό του -σ- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].