πανέρως
From LSJ
Greek Monolingual
-ωτος, ο, Α
πολύτιμος λίθος που, όπως πίστευαν, καταπολεμούσε τη στειρότητα, αλλ. πανέραστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἔρως (πρβλ. λυσέρως)].
-ωτος, ο, Α
πολύτιμος λίθος που, όπως πίστευαν, καταπολεμούσε τη στειρότητα, αλλ. πανέραστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἔρως (πρβλ. λυσέρως)].