ορθοπύγιον
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
Greek Monolingual
ὀρθοπύγιον, τὸ (Α)
το ορροπύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -πύγιον (< πυγή «οπίσθια»), πρβλ. ορροπύγιον].