ὀρθοπύγιον
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
[ῡ], τό, = ὀρροπύγιον, Eratosth. Cat.25,41, Vett.Val.10.3, Sch.Arat.276.
German (Pape)
[Seite 375] τό, = ὀῤῥοπύγιον, zw.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθοπύγιον: τό, = ὀρροπύγιον, Ἐρατοσθ. Καταστ. 25 καὶ 41. = ὀρθόπῡγος, ον, ὁ ἔχων τὴν πυγὴν ὀρθήν, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.
Greek Monolingual
ὀρθοπύγιον, τὸ (Α)
το ορροπύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -πύγιον (< πυγή «οπίσθια»), πρβλ. ορροπύγιον].