ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread
νοσουργός, ὁ (Α)δηλητηριώδης, ολέθριος.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μουσουργός].