ονοβάτις
From LSJ
Ζήτει συναγαγεῖν ἐκ δικαίων τὸν βίον → Vitam ex honestis tibi para negotiis → Erwirb dir nur gerechten Lebensunterhalt
Ζήτει συναγαγεῖν ἐκ δικαίων τὸν βίον → Vitam ex honestis tibi para negotiis → Erwirb dir nur gerechten Lebensunterhalt
ὀνοβάτις, ἡ (Α)
γυναίκα που υπέπεσε σε μοιχεία και διαπομπεύεται γι' αυτό καθισμένη πάνω σε όνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -βάτις (θηλ. τ. του -βάτης < βαίνω), πρβλ. ακανθοβάτις].