Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ονοβάτις

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552

Greek Monolingual

ὀνοβάτις, ἡ (Α)
γυναίκα που υπέπεσε σε μοιχεία και διαπομπεύεται γι' αυτό καθισμένη πάνω σε όνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -βάτις (θηλ. τ. του -βάτης < βαίνω), πρβλ. ακανθοβάτις].