τρίφωτος

From LSJ
Revision as of 11:58, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίφωτος, -ον, ΝΜ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει τρία φώτα
2. το ουδ. ως ουσ. το τρίφωτο
φωτιστικό με τρεις λαμπτήρες
μσν.
τριλαμπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. τρισσόφωτος].