τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
-ές, Απαγωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -παγής (< πήγνυμι), πρβλ. γομφοπαγής].