ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
ἀσκοφόρος, -ον (Α)
αυτός που κρατά ασκί με κρασί σε γιορτή του Βάκχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + -φόρος < φέρω].