Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
ο, Νμικρός λεπτός υμένας.[ΕΤΥΜΟΛ. < υμένας + -ίσκος (πρβλ. τροχίσκος)].