Ἄβρων
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
English (LSJ)
ωνος, ὁ, Abron, an Argive, proverbial for luxurious living, Ἄβρωνος βίος Suid., Zen.1.4.
Greek (Liddell-Scott)
Ἄβρων: -ονος, ὁ, Ἀργεῖός τις, οὖ παροιμιώδης ὁ τρυφηλὸς βίος: Ἄβρωνος βίος, Σουΐδ.