κροκοδιλοβοσκός
From LSJ
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
English (LSJ)
ὁ, feeder of sacred crocodiles, BGU734 ii 7 (iii A. D., abbrev.).
Greek Monolingual
κροκοδιλοβοσκός, ὁ (Α)
αυτός που εκτρέφει ιερούς κροκοδείλους.