μοχλοειδής
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
μοχλοειδές, like a lever, ξύλον Apollon.Cit.1.
Greek Monolingual
μοχλοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με μοχλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοχλός + -ειδής].
Full diacritics: μοχλοειδής | Medium diacritics: μοχλοειδής | Low diacritics: μοχλοειδής | Capitals: ΜΟΧΛΟΕΙΔΗΣ |
Transliteration A: mochloeidḗs | Transliteration B: mochloeidēs | Transliteration C: mochloeidis | Beta Code: moxloeidh/s |
μοχλοειδές, like a lever, ξύλον Apollon.Cit.1.
μοχλοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με μοχλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοχλός + -ειδής].