δημοφιλής

From LSJ
Revision as of 12:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοφῐλής Medium diacritics: δημοφιλής Low diacritics: δημοφιλής Capitals: ΔΗΜΟΦΙΛΗΣ
Transliteration A: dēmophilḗs Transliteration B: dēmophilēs Transliteration C: dimofilis Beta Code: dhmofilh/s

English (LSJ)

δημοφιλές, = φιλόδημος, Sch.Ar.Pl.550.

Spanish (DGE)

-ές amigo del pueblo de Trasibulo, Sch.Ar.Pl.550D.

Greek Monolingual

-ές (AM δημοφιλής, -ές)
αυτός που έχει την αγάπη του λαού, που αγαπιέται από τον λαό
αρχ.
αυτός που αγαπά το λαό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -φιλής, σιγμόληκτο σύνθετο από το ρ. φιλείν κατά το σχήμα αλγείν: -αλγής (< άλγος, το) και φιλείν: -φιλής (χωρίς να υπάρχει φίλος, το)].