ὠστέον
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
(ὠθέω) one must thrust out, D.Chr.70.8.
Greek (Liddell-Scott)
ὠστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὠθέω, δεῖ ὠθεῖν, ὠστέον τοῦτον τὸν ἄνθρωπον εἰς τοὺς ἀλαζόνας καὶ ἀνοήτους Δίων Χρυσ. 2. 376.