υπέρβιος

From LSJ
Revision as of 07:34, 10 December 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πάρα πολύ δυνατός («ὑπέρβιον Ἡρακλέα», Πίνδ.)
2. υπέρμετρος, αδιάντροπος, αχαλίνωτος («ὑπέρβιον ὕβριν», Ομ. Οδ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπέρβιον
αδιάντροπα, ασυγκράτητα.
επίρρ...
ὑπερβίως Α
ασυγκράτητα, αδιάντροπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -βιος (< βία), πρβλ. ἀντίβιος].