ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
Ἰσθμιονίκης και Ἰσθμιόνικος, ὁ (Α)
1. ο νικητής στους Ισθμιακούς αγώνες, στα Ίσθμια
2. στον πληθ. Ἰσθμιονῖκαι και Ἰσθμιόνικοι
τίτλος ενός βιβλίου τών ωδών του Πινδάρου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Ἴσθμια + -νίκης (< νίκη), πρβλ. Ολυμπιο-νίκης, Πυθιο-νίκης].