Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
ὀροβίτης, ὁ, θηλ. ὀροβῖτις (Α)1. λίθος όμοιος ή ισομεγέθης με κόκκο ορόβου2. το θηλ. είδος παρασκευασμένης χρυσόκολλας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + επίθημα -ίτης (πρβλ. δαφνίτης)].