γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
ἀδιάρθρωτος, ἔξαρθρος, ἐξηρθρωμένος, ἔκπαλος, ἐκπαλής, διεστραμμένος