κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
ἀμίς (-ίδος), η (Α)ουροδοχείο.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμη. Απαντά και τ. ἁμὶς < ἅμη, ἄμη).ΠΑΡ. αρχ. ἀμίδιον.