ἀπαλαίωτος
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
ἀπαλαίωτον, not growing old or not decaying, Hsch. s.v. ἀγήραος.
Spanish (DGE)
-ον que no envejece Hsch.s.u. ἀγήραον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαλαίωτος: -ον, ὁ μὴ παλαιούμενος, μὴ φθειρόμενος, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀγήραον.