ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
AM ἀσωτεύω, Α και ἀσωτεύομαι, άσωτος (Ι)κάνω άσωτη, σπάταλη ζωή.